- μιλτωρυχία
- μιλτωρυχίᾱ , μιλτωρυχίαminefem nom/voc/acc dualμιλτωρυχίᾱ , μιλτωρυχίαminefem nom/voc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μιλτωρυχία — μιλτωρυχία, ἡ (Α) [μιλτωρύχος] εξόρυξη μίλτου ή τόπος από τον οποίο εξορύσσεται η μίλτος … Dictionary of Greek
μιλτωρυχίαν — μιλτωρυχίᾱν , μιλτωρυχία mine fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)